ιξωδόμετρο

ιξωδόμετρο
το
τεχνολ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τού ιξώδους ενός υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξώδες + -μετρο (< μέτρο), πρβλ. βαρό-μετρο, θερμό-μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. viscometer < visco- (< λατ. viscum «ιξός») + -meter (πρβλ. μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… …   Dictionary of Greek

  • ιξώδες — Η αντίσταση που προβάλλεται στη σχετική κίνηση των διαφόρων στρωμάτων ενός ρευστού ως προς κάποια άλλα. Ονομάζεται και εσωτερική τριβή ενός ρευστού. Προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη του ι. και οι διαφορετικές τιμές του σε διάφορα ρευστά, μπορεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”