- ιξωδόμετρο
- τοτεχνολ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τού ιξώδους ενός υγρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξώδες + -μετρο (< μέτρο), πρβλ. βαρό-μετρο, θερμό-μετρο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. viscometer < visco- (< λατ. viscum «ιξός») + -meter (πρβλ. μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.